αναπολίζω

αναπολίζω
ἀναπολίζω (Α)
οργώνω (πρβλ. ἀναπολῶ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + πολίζω (< πόλις) «οικοδομώ, ιδρύω πόλη, κτίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνεπόλισε — ἀναπολίζω aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπολίζομεν — ἀ̱ναπολίζομεν , ἀναπολίζω imperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀναπολίζω pres ind act 1st pl ἀναπολίζω pres ind act 1st pl ἀναπολίζω imperf ind act 1st pl (homeric ionic) ἀναπολίζω imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπόλιστος — και τριπόλητος, ον, Α αυτός που λέχθηκε τρεις φορές, που τόν αναπόλησαν τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + *πολίζω ως άλλος τ. τού πολώ «περιφέρομαι» (< πόλος), πρβλ. ἀναπολίζω: αναπολῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”